σφαδάζω

σφαδάζω
ΝΜΑ, και σφαράζω και σφαράσσω Ν, και δ. γρφ. σφαδάζω και σφαδαΐζω και σφραδάζω Α
κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με σφοδρότητα, σπαρταρώ (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ τού δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», Πλούτ.)
αρχ.
1. (για άλογο που δεν έχει ακόμη δαμαστεί) χτυπώ τα πόδια μου, αντιστέκομαι
2. μτφ. α) θέλω να ορμήσω σε κάποιον ή σε κάτι, δείχνω ανυπομονησία («ὁρῶν ἀγανακτοῡντας καὶ σφαδάζοντας ὡς καὶ διώκειν αὐτὸν ἐθέλειν», Πλούτ.)
β) (κατά τον Ησύχ.) «ἐσφάδαζον
διηπόρουν, ἐφρόντιζον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. σφαδάζω ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *sp(h)nd- τής ΙΕ ρίζας *sp(h)e(n)d- «σπαράζω, σπαρταρώ» και συνδέεται πιθ. με τα σφεδανός*, σφοδρός, σφενδόνη, σπόνδυλος* / σφόνδυλος, καθώς και με το αρχ. ινδ. spandate «ρίχνω, εκσφενδονίζω». Άλλοι όμως, αφορμώμενοι από τον τ. σφαδασμός
σπασμός που παραδίδει ο Ησύχ., υποστηρίζουν ότι το ρ. ανάγεται στο θ. σπα-δ- τού σπάω με οδοντική παρέκταση -δ- (πρβλ. σπαδ-ών) και εναλλαγή -π-/-φ- (πρβλ. σπόγγος / σφόγγος). Τέλος, οι δ. γρφ. σφαδαΐζω και σφαδᾳζω θεωρούνται αμφίβολες και έχουν σχηματιστεί πιθ. κατ' αναλογία προς τον τ. ματαΐζω / ματάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σφαδᾴζω — σφαδάζω pres subj act 1st sg σφαδάζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδάζω — pres subj act 1st sg σφαδάζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδάζω — σφαδάζω, σφάδασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σφαδάζω — σφάδασα 1. σπαρταράω, ψυχορραγώ: Σφάδαζε ακόμη το χτυπημένο ζώο. 2. σπαρταράω, σπαράζω από τους πόνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφαδάζετε — σφαδάζω pres imperat act 2nd pl σφαδάζω pres ind act 2nd pl σφαδάζω imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδάζῃ — σφαδάζω pres subj mp 2nd sg σφαδάζω pres ind mp 2nd sg σφαδάζω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδάσει — σφαδάζω aor subj act 3rd sg (epic) σφαδάζω fut ind mid 2nd sg σφαδάζω fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδαζόντων — σφαδάζω pres part act masc/neut gen pl σφαδάζω pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδᾴζει — σφαδάζω pres ind mp 2nd sg σφαδάζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδᾴζουσι — σφαδάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σφαδάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”